Ο.Υ.Κ – ΔΙΑΒΟΛΟΒΔΟΜΑΔΑ ΩΡΑ 0

Έλεγαν, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι κατά πολύ μεγαλύτεροί μου, λίγο πριν περάσω περιοδεύων, προκειμένου να κριθώ ικανός της στρατεύσεώς μου, ότι: Εκεί που σταματάει η λογική, αρχίζει ο στρατός..! Και είχαν… δίκαιο. Βγάζοντας το δικό μου απαύγασμα, και πάντα εκ του αποτελέσματος, συμπληρώνω τα πιο πάνω: Και όπου σταματάει ο στρατός, αρχίζει η σχολή βατραχανθρώπων. Και όταν ξεκινάει η εβδομάς του διαβόλου, κοινώς διαβολοβδομάδα, αρχίζει η περιδίνηση στο… άπειρο..! ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΜΑΚΟΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΑΣ ΤΟΥ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟΥ ΟΓΔΟΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΟΣ ΥΠΟΒΡΥΧΙΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ, (Μ.Υ.Κ.).
Ήταν 23 Απριλίου και ημέρα Παρασκευή, του Σωτηρίου έτους 1982. Διανύαμε την τελευταία ημέρα της εκπαιδεύσεώς μας, της εβδόμης εβδομάδος στην σχολή. Η καθημερινή και δίχως τέλος σκληρή εκπαίδευση με τις αποχωρήσεις αλλά και με την αποφασιστικότητα όσων ήθελαν να παραμείνουν, είχε πλέον καταντήσει ρουτίνα..! Ολοκληρώνοντας την πρωινή μας εκπαίδευση έφθασε και η ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Ήταν μια στιγμή ιερή για όλους εμάς, όχι μόνο για να ικανοποιήσουμε την γαστρική μας ανησυχία, αλλά και για κάποιες στιγμές ξεκούρασης και περισυλλογής, πριν την απογευματινή μας… εκπαίδευση..! Κατά την διάρκεια του γεύματος, άρχισε να αιωρείται, εν είδει ράδιο – αρβύλας, η φήμη ότι πάμε για διαβολοβδομάδα..! Μια βουβαμάρα και μια ανησυχία άρχισε να τριβελίζει το μυαλό όλων μας. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, άρχισαν τα πειράγματα εκατέρωθεν, του τύπου: Μάγκες, μέχρι εδώ είμαστε. Ας αγκαλιαστούμε, ας φιληθούμε, χαρήκαμε που γνωριστήκαμε και ραντεβού στις μονάδες μας. Δεν ήταν κάτι σίγουρο ακόμα. Απλώς μια φήμη που κατά την διάρκεια του γεύματος είχε την δική της χάρη..! Στην συνέχεια αποσυρθήκαμε στους κοιτώνες για μιας ώρας ξεκούραση πριν την απογευματινή μας εν χορώ εκπαίδευση..! Αφού ολοκληρώσαμε και την απογευματινή μας ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ, ετοιμαστήκαμε για την διήμερη έξοδό μας. Συνταχθήκαμε στον χώρο αναφοράς περιμένοντας να πάρουμε στα χέρια μας τις διανυκτερεύσεις. Χαμογελώντας ο αρχιεκπαιδευτής Χρήστος Ποζίδης, μας ανακοίνωσε: Κύριοι, η εβδομάδα που ακολουθεί, είναι η διαβολοβδομάδα..! Φροντίστε να είστε στις 10 το βράδυ της Κυριακής στις θέσεις σας. Στις δώδεκα αρχίζει η μεγάλη μέρα για εσάς. Όσοι βγείτε εξοδούχοι καλόν θα είναι να μην ξενυχτήσετε. Το καλύτερο, βέβαια, είναι να μείνετε μέσα. Δική σας η απόφαση…
Οι σκέψεις για το τι πρόκειται να ακολουθήσει, ενδόμυχα μας βασάνιζαν, μας προβλημάτιζαν, αισθανόμενοι ένα σφίξιμο στα σωθικά μας, σιγοψιθυρίζοντας όλοι πως η μεγάλη ώρα, σταθμός, έφθασε. Πολλοί έμειναν. Εγώ βγήκα, αλλά τήρησα κατά γράμμα την συμβουλή του εκπαιδευτή.
25η Απριλίου 1982 ημέρα Κυριακή, και ώρα δεκάτη μ.μ. άπαντες εις τις θέσεις μας. Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε συζητώντας για το τι περίπου θα μπορούσε να συμβεί..! Γέλια νευρικά από όλους μας και αστεία για να ταξιδεύει ο λογισμός μας μακριά απ’ αυτό το άγνωστο που ερχόταν. Έντεκα και σαράντα πέντε. Δεκαπέντε λεπτά πριν από την ώρα μηδέν. Πλήρης συσκότιση στο θάλαμο. Ολιγόλεπτος νεκρική σιγή από όλους μας. Άρχισαν τα όργανα ακούστηκε μια φωνή να λέει. Εδώ που φτάσαμε, θέλοντας και μη θα χορέψουμε, είπε μια άλλη…
Έντεκα και πενήντα πέντε. Πλήρης η συσκότιση σε όλο το στρατόπεδο. Έντονη κινητικότητα έξω από τον θάλαμό μας. Δεν γνωρίζαμε τι γίνεται. Απλώς ακούγαμε ψιθύρους και σπασίματα κλαδιών από πατημασιές. Η καρδιά μας από την αγωνία, πήγε να σπάσει. Είχε ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και η ώρα μηδέν, η δωδεκάτη, ήρθε..!
Ριπές από Μ16 ακούστηκαν σπάζοντας την σιωπή της νύχτας, κροτίδες, καπνογόνα, κραυγές, ουρλιαχτά από τους παλαιούς βατραχανθρώπους και από τους ναύτες θητείας. Χτυπώντας τα παράθυρα μας καλούσαν να βγούμε έξω. Εδώ θα γίνει ο τάφος σας, μας φώναζαν και προσπαθούσαν να ανοίξουν τα παράθυρα. Εμείς εντός του θαλάμου και σε απόλυτο σκοτάδι ρίχνοντάς μας κι ένα καπνογόνο, θέλοντας και μη πραγματοποιήσαμε την μεγάλη έξοδο..! Ανοίγοντας τα παράθυρα και καθώς ένας – ένας πηδούσε έξω, ετύγχανε ιδιαιτέρας περιποιήσεως από τους ξαναμμένους βατράχους, τους εκπαιδευτές και τους πάσης φύσεως παρευρισκομένους. Γρήγορα στον χώρο αναφοράς μας φώναζαν με συνοδεία από κλωτσιές, μπουνιές, χτυπήματα με ζώνες ΑΤ, πετώντας μας μπουκάλια με νερό, δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα με τα καπνογόνα, χωρίς ωστόσο να έχουν σταματήσει οι ριπές από τα Μ16. Εδώ θα γίνει ο τάφος σας ούρλιαζαν. Κοπείτε να γλυτώσετε, δεν έχετε ιδέα τι σας περιμένει..! Ο φωτισμός αμυδρός. Μόνο σκιές κινούνταν στο σκοτάδι. Και τα παραγγέλματα να δίνουν και να παίρνουν. Θέσεις για κάμψεις, έρπιν, τούμπες, παπάκια, λαγουδάκια συν τις φάπες για συνοδευτικό, συνέθεταν το όλο σκηνικό. Μια απόσταση των τριάντα μέτρων από τους θαλάμους έως τον χώρο της αναφοράς, με την μέθοδο του μπρος πίσω, καταφέραμε να την καλύψουμε σε μια… ώρα..! Και ήταν ακόμη η αρχή. Το σκηνικό του πανικού, και του εκφοβισμού το είχαν στήσει τέλεια. Οι σκηνές που διαδραματίζονταν δεν διέφεραν από αυτές του πολέμου. Το μόνο που έλειπε από την όλη υπόθεση ήταν τα πραγματικά πυρά.
Κατά τις δύο π.μ. και στον χώρο της αναφοράς αφίχθη ντυμένος με στολή παραλλαγής, βαμμένος με φούμο και έχοντας τον τηλεβόα ανά χείρας ο υποδιοικητής και διευθυντής σπουδών της σχολής, Α. Ξένος μας καλώς όρισε στην διαβολοβδομάδα και μας ευχήθηκε καλή επιτυχία στην προσπάθειά μας. Σαν διευθυντής σπουδών, έπρεπε και αυτός να βάλει την δικιά του πινελιά στην βραδιά: Φέρτε τις βάρκες κι ετοιμαστείτε να πάμε στα Φώκλαντς, φώναζε με τον τηλεβόα. Ήταν ο πόλεμος που μαινόταν τότε μεταξύ Αγγλίας και Αργεντινής. Πολλοί αναρωτήθηκαν πως μπορεί να γίνει αυτό. Οι λόγοι του είχαν αλληγορική σημασία. Δεν κυριολεκτούσε, αλλά εννοούσε ότι αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν πραγματικός πόλεμος..!
Φέραμε τις βάρκες, με τον γνωστό τρόπο πάνω από τα κεφάλια μας, ξαπλώσαμε μπρούμητα και με τις βάρκες στην πλάτη τώρα, αρχίσαμε να έρπουμε. Διανύοντας περίπου πενήντα μέτρα, μας διέταξαν να επιστρέψουμε και πάλι έρποντας με την πλάτη αυτή την φορά, έχοντας πάντα μέσα στην βάρκα και έναν επιβάτη..! Το επαναλάβαμε το εγχείρημα δύο – τρεις φορές ακόμη, για να το εμπεδώσουμε καλύτερα..!

Στην συνέχεια είχαν την τιμητική τους τα δοκάρια, οι φιλενάδες μας, οι Μαρίες και οι Βαρβάρες..! Άρχισαν να δίνονται τα παραγγέλματα: Θέση ένα, θέση δύο, θέση τέσσερα, θέση έξι, θέση οκτώ… και ου το κάθε εξής. Η γυμναστική με τα δοκάρια συνεχίστηκε για αρκετή ώρα και για το τέλος, για να χαλαρώσουμε έπρεπε να μας κάνουν τα κορίτσια το συνηθισμένο  ΜΑΣΑΖ..! 

Ξαπλώσαμε ανάσκελα, και ανά δύο πήραμε από ένα δοκάρι το κρατήσαμε με τα χέρια τεντωμένα, όπως όταν κάνουμε πιέσεις πάγκου. Στην συνέχεια το αφήναμε σιγά – σιγά να κυλήσει στους πήχεις, στα μπράτσα, στο στήθος, στον θώρακα, στην κοιλιά, στα γενετικά όργανα, στους μηρούς και στο τέλος με την βοήθεια των εκπαιδευτών, στα καλάμια όπου ο πόνος ήταν αβάσταχτος..!

Η κούραση, ο πόνος, ο ψυχολογικός πόλεμος, είχαν αρχίσει να μας καταβάλλουν. Κάναμε κουράγιο σκεπτόμενοι ότι, τα έχουν περάσει αυτά και άλλοι πριν από μας, και τα κατάφεραν. Γιατί να μην τα καταφέρουμε κι εμείς;
Ώρα τρεις π.μ. Ο ψυχολογικός πόλεμος να συνεχίζεται στον υπερθετικό βαθμό. Το άγριο ΣΩΒΕ στα επάνω του και οι αποχωρήσεις να ακολουθούν η μια την άλλη.
Νέο κύμα ταλαιπωρίας ξεκίνησε με κατεύθυνση τώρα προς την θάλασσα με τους γνωστούς και μη εξαιρετέους τρόπους: Έρποντας, με τούμπες, με λαγουδάκια, με παπάκια και με βαρελάκια..!
Φθάνοντας στην παραλία, με διαταγή του εκπαιδευτή βγάλαμε τα άρβυλά μας. Οι πέτρες τρυπούσαν τις πατούσες μας και το περπάτημα πάνω σε αυτές, ήταν οδυνηρό. Με πολύ προσεκτικά βήματα, για να μην τραυματιστούμε, μπήκαμε στην θάλασσα. Το νερό, κρύσταλλο..! Αν και είχαμε εξοικειωθεί αρκετά με το υγρό στοιχείο, δεν έπαυε το ψύχος να διαπερνά το κορμί μας όπως το ηλεκτρικό ρεύμα. Για να μην παγώσουμε κουνούσαμε χέρια και πόδια έντονα. Άρχισαν πάλι οι εκπαιδευτές: έξω από το νερό, μέσα στο νερό και ξανά μανά το ίδιο τροπάρι για πολύ ώρα.
Ώρα πέντε π.μ. Τα νεύρα όλων μας τεντωμένα και η σκέψη μας στο τι άλλο πρόκειται να μας κάνουν. Δίπλα μου και πάντα μέσα στο νερό, ήταν ο φίλος μου ο Σταμάτης. Γιάννη μου λέει, δεν αντέχω άλλο θα κοπώ. «Σταμάτη» του απαντώ, «δεν θέλω να ακούω τέτοια από σένα. Σκέψου ότι δεν είσαι μόνος σου. Όλοι τα ίδια κάνουμε». Τον ηρέμησα κάπως, και τον έπιασα αγκαλιά για να τον εμψυχώσω. Μετά από μισή ώρα και πάντα μέσα στο νερό μου ξαναλέει: «Γιάννη κρυώνω, πάρε με αγκαλιά, θα τα παρατήσω, δεν αντέχω άλλο». «Σταμάτη» του απαντώ, «κι εγώ κρυώνω, και πονάω, όπως όλοι μας, αλλά κάνω ξεροκουράγιο. Βγάλε σε παρακαλώ από την σκέψη σου αυτό το πράγμα. Υπομονή, που θα πάει, κάποια στιγμή θα τελειώσει το μαρτύριο αυτό».
Ώρα έξι π.μ. Λίγο πριν το χάραμα. Έχουμε ανοίξει τάφους στο χαλίκι της παραλίας, και έχοντας θάψει τους αξιωματικούς του σχολείου, αρχίσαμε να τους κλαίμε. Τελειώνοντας το μοιρολόγι, ξανά πάλι στη θάλασσα. Τα σαγόνια μας από το κρύο χτυπούσαν δυνατά. Είχαμε φτάσει στα όρια της υποθερμίας, όπου ο φίλος μου ο Σταμάτης πήρε την μεγάλη απόφαση: «Γιάννη δεν πάει άλλο. Εγκαταλείπω». Τον πιάνω αγκαλιά για να τον σταματήσω. Με έσπρωχνε και με απωθούσε βίαια. Μπήκα μπροστά του κλείνοντάς του τον δρόμο, σπρώχνοντάς τον και πάλι μέσα στο νερό. Ο τσακωμός μας έγινε αντιληπτός από τον εκπαιδευτή ναύτη ο οποίος με απείλησε λέγοντας μου: «Άφησέ τον να φύγει, γιατί θα φύγεις κι εσύ μαζί του». Του απάντησα: «Θα φύγω όταν θα θελήσω εγώ. Εσύ και να θέλεις να με διώξεις δεν μπορείς. Εδώ γίνεται ένας πόλεμος. Θα σου άρεσε εάν ήσουν εσύ στη θέση του και μάλιστα τραυματισμένος, να σε εγκαταλείψω;». Ήταν αποστομωτικός ο λόγος μου, και δεν έδωσε συνέχεια. Το ίδιο θα ισχυριζόμουν και στους ανωτέρους του, εφ’ όσον με ανέφερε για ανυπακοή.
Ωστόσο ο φίλος μου ο Σταμάτης, συμπολεμιστής του 5ου Ε.Τ.Ε.Χ. δεν άλλαξε γνώμη, είπε εγκαταλείπω, πέταξε το κράνος και την ΑΤ, και πήρε την άγουσα για τους κοιτώνες.
Ήταν και η μοναδική απώλεια που είχε το 5ο Ε.Τ.Ε.Χ. Οι υπόλοιποι πέντε της αποστολής, τερματίσαμε την εκπαίδευση.
Ώρα έξι και μισή. Το μέσα – έξω στην θάλασσα δεν έχει σταματήσει. Ήδη έχουμε αποκτηνωθεί και για πόσο ακόμη θα κρατήσει το μαρτύριο, ουδόλως μας απασχολεί..!
Έχει αρχίσει, πλέον, να χαράζει για τα καλά και ανάμεσα στην αντάρα που επικρατούσε, ακούστηκε μια φωνή: «Στους κοιτώνες έρποντας, μπάνιο και στα μαγειρεία για πρωινό». Η σκέψη μου πήγε στον Σταμάτη, και ψέλλισα δακρυσμένος: «Κρίμα Σταμάτη, κρίμα..!»
Κάπως έτσι κύλησαν οι επτά πρώτες ώρες της διαβολοβδομάδος. Το τι θα ακολουθούσε, μόνον ο Θεός και οι εκπαιδευτές το γνώριζαν. Εμείς πάντως θα είμασταν στο: Βλέποντας και κάνοντας..!
Υ.Γ. Την επομένη ημέρα τρίτη 27 – 4 – 1982, και αναμένοντας να έρθουν τα ελικόπτερα προκειμένου να εκτελέσουμε την ρίψη – περισυλλογή, ήρθε ο Σταμάτης δακρυσμένος, φανερά μετανοιωμένος για την απόφασή του, με αγκάλιασε, με φίλησε, και με ευχαρίστησε για… όλα, ζητώντας μου να μην τα παρατήσω και να τελειώσω και γι’ αυτόν…

Η φωτογραφία αδιάψευστος μάρτυρας για το τι συνέβη από τις δώδεκα έως τις επτά. Το πλήρες σκοτάδι επικρατούσε καθ’ όλη την διάρκεια της νύκτας. Ο μοναδικός φωτισμός που υπήρχε ήταν από τα καπνογόνα και από τους λιγοστούς φακούς που είχαν οι εκπαιδευτές. Σε πρώτο πλάνο ο εκπαιδευτής ναύτης, Σπύρος Παπακαστρίτσιος. Στα χαλίκια θαμμένος, ο λοχαγός πεζοναύτης, Β. Σπανός.

••••••• Κ/Δ Ο.Υ.Κ 78ο σχλ. Χαμάκος Ιωάννης

Σχετικά stratosadmin

Check Also

“Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει”

Η φωτογραφία είναι από την διαβολοβδομάδα του 101 σχλ το 1988. Βλέπουμε τον Βολιώτη, Κ/Δ …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *